- φοινικοσκελής
- -ές, Ααυτός που έχει κόκκινα πόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, κακο-σκελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινικοσκελεῖς — φοινῑκοσκελεῖς , φοινικοσκελής red legged masc/fem acc pl φοινῑκοσκελεῖς , φοινικοσκελής red legged masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek